φακώδης

φακώδης
φακώδης
lentil-coloured
masc/fem acc pl (attic epic doric)
φακώδης
lentil-coloured
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
φακώδης
lentil-coloured
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φακώδης — ῶδες, Α [φακός] φακοφόρος*, φακᾱς* …   Dictionary of Greek

  • φακῶδες — φακώδης lentil coloured masc/fem voc sg φακώδης lentil coloured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακώδεις — φακώδης lentil coloured masc/fem acc pl φακώδης lentil coloured masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • υποφακώδης — ῶδες, Α αυτός που έχει περίπου το χρώμα τής φακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φακώδης «αυτός που έχει το χρώμα τής φακής» (< φακός «φακή»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”